Διαβάστε το κείμενο με προσοχή και σκεφτείτε ποιες είναι οι δικές σας χαμένες σας μέρες
Οι χαμένες Μερες
(I giorni perduti)
ΕΡΝΕΣΤΟ ΚΑΖΙΡΑ, μερικὲς ἡμέρες μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὴν πολυτελῆ βίλα, ἐπιστρέφοντας, διέκρινε ἀπὸ μακριὰ ἕναν ἄνδρα μ΄ ἕνα κιβώτιο στὶς πλάτες… Ἔβγαινε ἀπὸ μιὰ πλαϊνὴ πορτούλα τοῦ μαντρότοιχου καὶ τὸ φόρτωνε σ΄ ἕνα φορτηγό.
Δὲν τὸν προλάβαινε πρὶν φύγει. Τὸν ἀκολούθησε, λοιπόν, μὲ τὸ αὐτοκίνητο. Τὸ φορτηγὸ ἔκανε πολὺ δρόμο μέχρι τὶς ἀπόμακρες παρυφὲς τῆς πόλης καὶ σταμάτησε στὸ χεῖλος μιᾶς χαράδρας.
Ὁ Καζίρα κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἁμάξι καὶ πῆγε νὰ δεῖ. Ὁ ἄγνωστος ξεφόρτωσε τὸ κιβώτιο ἀπὸ τὸ φορτηγὸ καί, ἀφοῦ ἔκανε μερικὰ βήματα, τὸ πέταξε στὴν τάφρο ποὺ ἦταν ξέχειλη ἀπὸ χιλιάδες ἄλλα παρόμοια κιβώτια.
Πλησίασε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ρώτησε: «Σὲ εἶδα νὰ βγάζεις ἐκεῖνο τὸ κιβώτιο ἀπὸ τὸν κῆπο μου. Τί εἶχε μέσα; Καὶ τί εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ κιβώτια;»
Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε καὶ χαμογέλασε: «Ἔχω κι ἄλλα στὸ φορτηγὸ γιὰ πέταμα. Δὲν τὸ ξέρεις; Εἶναι οἱ μέρες.»
«Ποιὲς μέρες;»
«Οἱ μέρες σου.»
«Οἱ μέρες μου;»
«Οἱ χαμένες σου μέρες. Οἱ μέρες ποὺ ἔχασες. Δὲν τὶς περίμενες, ἔ; Ἦρθαν. Τί ἔκανες γιὰ αὐτές; Κοίταξέ τες, εἶναι ἀνέπαφες, ἀκόμα ζωηρές. Καὶ τώρα…»
Ὁ Καζίρα κοίταξε. Τὰ κιβώτια σχημάτιζαν ἕνα πελώριο σωρό. Κατέβηκε τὴν πλαγιὰ κι ἄνοιξε ἕνα.
Μέσα ἦταν ἕνας φθινοπωρινὸς δρόμος καὶ στὸ βάθος ἡ Γκρατσιέλλα, ἡ ἀρραβωνιαστικιά του, ποὺ ἔφευγε ὁριστικά. Κι αὐτὸς οὔτε κὰν τὴν καλοῦσε.
Ἄνοιξε ἕνα δεύτερο. Ἦταν ἕνα δωμάτιο νοσοκομείου καὶ στὸ κρεβάτι ὁ ἀδελφός του, ὁ Τζόσουα, ποὺ ἦταν ἄρρωστος καὶ τὸν περίμενε· αὐτὸς ὅμως ἔτρεχε γιὰ τὶς δουλειές του.
Ἄνοιξε ἕνα τρίτο. Στὸ κάγκελο τοῦ παλιοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ στεκόταν ὁ Ντιούκ, ὁ πιστὸς μολοσσός, ποὺ τὸν περίμενε ἐδῶ καὶ δυὸ χρόνια, παρατημένος, πετσὶ καὶ κόκκαλο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν σκεφτόταν νὰ γυρίσει.
Αἰσθάνθηκε ἕνα σφίξιμο στὸ στομάχι. Ὁ ἐκφορτωτὴς στεκόταν στητὸς στὸ χεῖλος τῆς χαράδρας, ψυχρὸς σὰν ἐκτελεστής.
«Κύριε!» φώναξε ὁ Καζίρα. «Ἀκοῦστέ με. Ἀφῆστέ με νὰ πάρω μόνο αὐτὰ τὰ τρία κιβώτια. Σᾶς ἱκετεύω. Μόνο αὐτὰ τὰ τρία. Εἶμαι πλούσιος. Θὰ σᾶς δώσω ὅ,τι θέλετε.»
Ὁ ἐκφορτωτὴς ἔκανε μιὰ κίνηση μὲ τὸ δεξὶ χέρι σὰν νὰ ἔδειχνε ἕνα ἀπρόσιτο μέρος, σὰν νὰ ἔλεγε ὅτι ἦταν πολὺ ἀργά, ὅτι καμιὰ βελτίωση δὲν ἦταν πιθανή. Μετὰ ἐξαφανίστηκε ὡς διὰ μαγείας καὶ μονομιᾶς ἐξαφανίστηκε κι ὁ γιγαντιαῖος σωρὸς τῶν μυστηριωδῶν κιβωτίων. Καὶ ἡ σκιὰ τῆς νύχτας ἔπεφτε.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου